- ομοπάτριος
- -α, -οαυτός που γεννήθηκε από τον ίδιο πατέρα με άλλον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁμοπάτριος — by the same father masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοπάτριος — α, ο (Α ὁμοπάτριος, ία, ιον, θηλ. και ος) αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πάτριος (< πατήρ, πατρός)] … Dictionary of Greek
ὁμοπατρίων — ὁμοπάτριος by the same father fem gen pl ὁμοπάτριος by the same father masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάτριον — ὁμοπάτριος by the same father masc acc sg ὁμοπάτριος by the same father neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίοις — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίου — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίους — ὁμοπάτριος by the same father masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίῳ — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάτριοι — ὁμοπάτριος by the same father masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… … Dictionary of Greek